- Μήλιος
- -ία, -ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, -ία, -ον, ιων. θηλ. Μηλίη) [Μήλος]1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλίαο κάτοικος τής Μήλου ή αυτός που κατάγεται από τη Μήλοαρχ.1. φρ. «Μηλία γῆ» — είδος χώματος τής νήσου Μήλου το οποίο οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν αναμεμιγμένο με χρώματα, για να τά κάνουν διαρκέστερα2. παροιμ. «λιμὸς Μήλιος» — μεγάλη πείνα, επειδή η νήσος παραδόθηκε στους Αθηναίους λόγω μεγάλης πείνας3. φρ. «Μηλίου ἐκ πόντου» — από το Αιγαίο πέλαγος (Θέογν.).
Dictionary of Greek. 2013.